πολλαπλώς

πολλαπλώς
επίρρ. многими способами

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πολλαπλώς" в других словарях:

  • πολλαπλώς — πολλαπλῶς ΝΜ επίρρ. βλ. πολλαπλούς …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλούς — ή, ούν / πολλαπλοῡς, ῆ, οῡν, ΝΜΑ, και πολλαπλός, ή, ό, Ν, πολλαπλόος, όη, όον, Α αυτός που σύγκειται ή προκύπτει από πολλά, πολυμερής, πολυσύνθετος («πολλαπλά αντίγραφα») νεοελλ. φρ. α) «πολλαπλή ηχώ» (ακουστ.) ηχώ που επαναλαμβάνει τον ίδιο ήχο… …   Dictionary of Greek

  • πολυσύνδετος — η, ο / πολυσύνδετος, ον, ΝΑ 1. ο πολλαπλώς ή στερεά συνδεδεμένος 2. φρ. «πολυσύνδετο σχήμα» (γλωσσ. ρητ.) σχήμα λόγου τής Ελληνικής και άλλων γλωσσών, κατά το οποίο περισσότερες από δύο προτάσεις ή όροι προτάσεως που επιτελούν την ίδια συντακτική …   Dictionary of Greek

  • Κοκκινόπουλος, Ευτύχιος — (Ερμούπολη Σύρου 1908 – 1974). Πολιτικός μηχανικός, καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ). Διετέλεσε επιμελητής του ΕΜΠ (1932 44), υφηγητής του (1944 45) και τακτικός καθηγητής από το 1958. Χρημάτισε επίσης διευθυντής τεχνικών έργων… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»